-
1 аудитория
аудитория ж 1) (помещение ) η αίθουσα 2) (слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές* * *ж1) ( помещение) η αίθουσα2) ( слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές -
2 публика
-
3 аудитория
аудиторияж1. (помещение) ἡ αίθουσα παραδόσεων2. собир. (слушатели) τό ἀκροατήριο[ν], οἱ ἀκροατές [-αί]. -
4 слушатель
слу́шате||льм1. ὁ ἀκροατής·2. (студент) ὁ φοιτητής, ὁ σπουδαστής:\слушатель военной академии ὁ σπουδαστής τής στρατιωτικής ἀκαδημίας· 3„:\слушательли мн. собир. οἱ ἀκροατές, τό ἀκροατήριο[ν]. -
5 аудитория
-и θ.1. αίθουσα παραδόσεων (εκπαιδευτικών ιδρυμάτων).2. αθρσ. οι ακροατές. -
6 беседа
-ы θ.1. συνομιλία, κουβέντα, κουβεντολόι.2. ομιλία (σε ακροατές υπο τύπον συζήτησης).3. συνέντευξη δημοσιογραφική. -
7 бисер
-
8 исторгнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. исторг, -ла, -ло ρ.σ.μ. παλ.1. βγάζω, πετώ•вулкан исторг лаву το υφαίστειο έβγαλε λάβα.
|| μτφ. αποβάλλω, διώχνω.2. βγάζω τραβώντας, αποσπώ.3. μτφ. προκαλώ• επιδρώ•оратор исторг слёзы у слушателей ο ρήτορας έκανε τους ακροατές να δακρύσουν.
4. απαλλάσσω, απολυτρώνω, απελευθερώνω.παλ. βγαίνω, ξεφεύγω, αποσπώμαι.
См. также в других словарях:
ανθυποφορά — Ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας κάνει ερωτήσεις, προβάλλει απορίες κλπ., που κατά τη γνώμη του έχουν οι ακροατές του και απαντά αμέσως ο ίδιος σε αυτές. Παράδειγμα α. αποτελούν οι γνωστοί δημοτικοί στίχοι: «Τι είν’ ο αχός π’ ακούγεται κι… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ακροατής — ο θηλ. άτρια 1. αυτός που παρακολουθεί κάποιο ακρόαμα: Οι ακροατές καταχειροκρότησαν τον ομιλητή. 2. αυτός που παρακολουθεί μαθήματα χωρίς να είναι κανονικός σπουδαστής: Στην τάξη μας είχαμε και δυο ακροατές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek
αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… … Dictionary of Greek
ακουσματικός — ἀκουσματικός, ή, ὸν (AM) [ἄκουσμα] 1. ο πρόθυμος να ακούει 2. (πληθ. αρσ. ως ουσ.) οἱ ἀκουσματικοί οι δόκιμοι μαθητές τής σχολής τού Πυθαγόρα, οι ακροατές τής απόκρυφης διδασκαλίας του … Dictionary of Greek
ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… … Dictionary of Greek
δημαγωγία — Όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι και έχει καθιερωθεί πια διεθνώς. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν δημαγωγό τον ρήτορα του οποίου η ευγλωττία ενθουσίαζε τους ακροατές ή τον πολιτικό που ήξερε να παρασύρει τον λαό. Στον Αριστοτέλη (Πολιτικά, βιβλ.… … Dictionary of Greek
είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… … Dictionary of Greek
θορυβητικός — θορυβητικός, όν, το θηλ. και θορυβητική (Α) [θορυβώ] αυτός που δημιουργεί ταραχή, σύγχυση, θόρυβο («καταληπτικὸς τ ἄριστα τοῡ θορυβητικοῡ» και ικανότατος να προλαβαίνει τους ακροατές του να μη θορυβούν, Αριστοφ) … Dictionary of Greek
κλάκα — η 1. τα χειροκροτήματα ή άλλες επιδοκιμαστικές ή αποδοκιμαστικές εκδηλώσεις εγκαθέτων, πληρωμένων συνήθως, σε θέατρο, συνέλευση ή άλλη συγκέντρωση, με σκοπό τη δημιουργία καλών ή κακών εντυπώσεων υπέρ ή κατά ηθοποιού ή ομιλητή και τον επηρεασμό… … Dictionary of Greek